- αλαβαστοθήκη
- ἀλαβαστοθήκη, η (Α)1. σκεύος για τη φύλαξη αλαβάστρινων κοσμημάτων2. μικρό κουτί, κουτάκι.[ΕΤΥΜΟΛ. < (ἀλάβαστος + θήκη].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀλαβαστοθῆκαι — ἀλαβαστοθήκη case for alabaster ornaments fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀλαβαστοθήκας — ἀλαβαστοθήκᾱς , ἀλαβαστοθήκη case for alabaster ornaments fem acc pl ἀλαβαστοθήκᾱς , ἀλαβαστοθήκη case for alabaster ornaments fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αλάβαστρο — Όρος που υποδηλώνει διαφώτιστες παραλλαγές δύο διαφορετικών πετρωμάτων: του ασβεστίτη, που εκτιμάται περισσότερο, και του γύψου. Το ασβεστολιθικό ή ανατολικό α. προέρχεται από ιζήματα υδάτων πλούσιων σε ακτινοειδή ή κατά ζώνες (ταινίες). Τα… … Dictionary of Greek
θήκη — η (ΑΜ θήκη) 1. σκεύος, κιβώτιο ή κουτί μέσα στο οποίο τοποθετείται κάτι για φύλαξη 2. επίμηκες περίβλημα από δέρμα, μέταλλο, ξύλο ή χαρτόνι στο οποίο μπαίνει η κοπίδα ξίφους ή μαχαιριού, θηκάρι («βάλε τὴν μάχαιραν εἰς τὴν θήκην») 3. σκληρό… … Dictionary of Greek